πρεσβεία

πρεσβεία
πρεσβ-εία, ,
A age, seniority, right of the elder,

κατὰ πρεσβείαν A.Pers.4

(anap.), Arist.Pol.1259b12: hence,
2 rank, dignity,

πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχειν Pl.R. 509b

.
II embassy, Ar.Lys.570, Pl.R.422d, al.
2 body of ambassadors, Ar.Ach.647, Eq.795, Th.1.72, 4.118, X.Cyr.2.4.1, Aeschin. 1.23 (pl.), etc.;

καλέσαι ἐπὶ ξένια τὴν π. IG12.19.14

, al.; καλέσαι τὴν π. ἐπὶ δεῖπνον ib.22.1.54.
III intercession, Phalar.Ep.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρεσβεία — πρεσβείᾱ , πρέσβεια fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείᾳ — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεία — η 1. αποστολή πρέσβεων. 2. διπλωματική υπηρεσία μιας χώρας σε ξένο κράτος καθώς και το οίκημα όπου στεγάζεται αυτή: Όλες οι πρεσβείες των διάφορων κρατών είναι στην Αθήνα. τα οι τιμές που απονέμονται στους γέροντες ή τους αρχαιότερους σε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρέσβεια — ἡ, ΜΑ βλ. πρέσβα …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεία — ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι 3. διαπραγμάτευση 4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείας — πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem acc pl πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem gen sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem acc pl πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείαι — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβειῶν — πρέσβεια fem gen pl πρεσβεία age fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείαις — πρέσβεια fem dat pl πρεσβεία age fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”